ανεκκλησίαστος

ανεκκλησίαστος
-η, -ο
αυτός που δεν εκκλησιάζεται, ή δεν του επιτρέπουν να εκκλησιαστεί: Αρκετούς μήνες ήταν ανεκκλησίαστος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ανεκκλησίαστος — η, ο (Α ἀνεκκλησίαστος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν μπόρεσε να πάει ή δεν πάει συνήθως στην εκκλησία αρχ. ο χώρος που δεν χρησιμοποιείται για συνέλευση της εκκλησίας του δήμου «ανεκκλησίαστον θέατρον») …   Dictionary of Greek

  • ἀνεκκλησίαστον — ἀνεκκλησίαστος not used for assemblies of the people masc/fem acc sg ἀνεκκλησίαστος not used for assemblies of the people neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακκλησίαστος — η, ο (από το ανεκκλησίαστος) 1. που δεν πάει στην εκκλησία: Μήνες ήταν ακκλησίαστοι. 2. αυτός που δεν μπορεί να εκκλησιαστεί, γιατί είναι τιμωρημένος από όργανο της εκκλησίας (επίσκοπο, ιερέα): Τον είχε τιμωρήσει ο δεσπότης να μείνει ακκλησίαστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”